πλινθοποιείο

πλινθοποιείο
το, Ν
τεχνολ. βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση για την κατασκευή πλίνθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στον Α. Παπαδιαμάντη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο …   Dictionary of Greek

  • πλινθούλκιον — τὸ, Α [πλινθουλκός] πλινθοποιείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”